Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 2016

ΑΦΙΕΡΩΜΑ: Η Λογοτεχνία στην Ελλάδα της κρίσης

Κατερίνα Μπαλαγούρα: «Αναμνήσεις»
Ο πολιτιστικός ιστότοπος «Πολιτιστική Ατζέντα», διοργανώνει σειρά δημοσιεύσεων σε ζητήματα που αφορούν τη Λογοτεχνία και πρώτο μας θέμα είναι: «Η Λογοτεχνία στην Ελλάδα της κρίσης».
Ευχαριστούμε τη δημοσιογράφο Κατερίνα Μπαλαγούρα, που ανταποκρίθηκε στο κάλεσμά μας και μας έστειλε το αδημοσίευτο διήγημά της με τίτλο «Αναμνήσεις» που δημοσιεύουμε:

«Αναμνήσεις»

Ιούνιος 1932
-Ήρθε η ώρα ο Στέλιος να πάει φαντάρος Νικόλα! 

-Αν πάει φαντάρος το παιδί μας Αργυρώ, θα πάρει την Τούρκικη υπηκοότητα! Καλύτερα να γυρίσουμε στην Ελλάδα, η Πόλη πια είναι ξένη για τους Έλληνες. 

Η οικογένεια κλείνει όλα της τα υπάρχοντα σε ξύλινα μπαούλα, τα τέσσερα αγόρια ετοιμάζονται κι αυτά για το μεγάλο ταξίδι στην Ελλάδα. Ένα πωλητήριο στο σπίτι και το μεγάλο ξύλινο πατρικό με τα μεγάλα παράθυρα έγινε μερικά χαρτονομίσματα στην τσέπη. Κόσμος πολύς στην αποβάθρα, έφευγαν κι άλλοι, γιατί η Πόλη ήταν πια ξένη. Οι Έλληνες εκεί ήταν απλά οι Ρωμιοί στον απάνω μαχαλά. Το πλοίο ξεκίνησε και η πατρίδα χάθηκε από τον ορίζοντα.

Μακρύ το ταξίδι για την Ελλάδα και δύσκολο. Έτσι του φάνηκε του Νικήτα, που ήταν ο δεύτερος γιος στη σειρά. Σε όλο το ταξίδι όποιος πέθαινε έπρεπε να τον «ξεφορτωθούν». Ο παπάς έλεγε δυο λόγια και το καημένο το κορμί βρισκόταν μονομιάς στη θάλασσα. Υγρός ο τάφος και αιώνιος κάπου ανάμεσα στην Τουρκιά και στην Ελλάδα.  Μέρες ταξίδευαν θυμάται ο Νικήτας, ώσπου ο πατέρας του αναρίγησε… μετανάστης ξανά ο Νικόλας για δεύτερη φορά στη ζωή του… την πρώτη έφυγε από το Δίστομο και πήγε στη Πόλη να γίνει λογιστής, εκεί έκανε οικογένεια, παιδιά, σπίτι, δουλειά. Εκεί είχαν πάει και τα αδέρφια του, αυτά πεθάναν στην Πόλη. Χάθηκαν στα χώματα όπου αναζήτησαν την ευτυχία. Κανείς δεν τους άναψε κερί.

Το πλοίο έσκιζε αργά και νωχελικά τα νερά φτάνοντας στον Πειραιά. Όταν επιτέλους οι πόρτες άνοιξαν, ένα τσούρμο κόσμου κατέβηκε με κλάματα στα μάτια. Όλοι Έλληνες από εκείνες τις πατρίδες. Ο Νικόλας με το που πάτησε το πόδι του στον Πειραιά, γονάτισε, έκανε το σταυρό του και φίλησε το χώμα. Ο Νικήτας δεν ξέχασε μέχρι τα βαθιά του γεράματα τον πατέρα γονατιστό να φιλάει το χώμα. Ήρθαν και οι «ειδικοί» που έλεγαν πού θα πάνε όλοι αυτοί που κατέφθασαν! Μεγάλη περιποίηση! Ένα εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο ήταν το σπίτι τους! Όλοι μαζί σα στοιβαγμένα ζώα που τα χώριζαν κουβέρτες- παραβάν! Περίμεναν έναν μήνα να δουν τι θα γίνει και όσο το κράτος απλά κοιτούσε τα ατέλειωτα πλήθη που αποβιβάζονταν στον Πειραιά, τόσο ο Νικόλας έπαιρνε την απόφαση:

-Θα δώσουμε τα χρυσαφικά μας και θα βγάλω άδεια να πουλάω τσιγάρα. Δεν μπορούν τα παιδιά να τρώνε κάθε μέρα σαρδέλα παστή.

Δύο νοίκια μπροστά, στο σπίτι της κυρά μαμής στου Γκύζη, και έτσι η οικογένεια βρήκε ξανά ένα κεραμίδι.

-Τι ποντικόσπιτο είναι αυτό βρε Νικόλα!

Έτσι τα έλεγε η κυρά Αργυρώ τα σπίτια στην Αθήνα. Τίποτα δεν της άρεσε, με τον καιρό συμβιβάστηκε! Τα παιδιά μεγάλωναν, και ας τα φώναζαν οι Ελλαδίτες, τουρκοσπορίτες…. Και κάπως έτσι, ξημέρωσαν οι μαύρες νύχτες του ‘40 και το «ζωνάρι έσφιξε» και ο Νικόλας έλεγε πώς έτρωγε και έδινε το φαί στα παιδιά του. Κάπου το ‘41 ένα πρωινό, έφυγε ήσυχος έχοντας για μια ακόμα φορά ταΐσει τα παιδιά του. Κανένα δεν πέθανε. Έζησαν όλα. Και η κυρά Αργυρώ είδε και εγγόνια. Μόνο που κάθε φορά που άκουγε για πρόσφυγα και για πείνα, έκρυβε με τα χέρια της το άλικο πρόσωπό της και έκλαιγε γοερά, ήξερε καλά τι θα πει πόνος.

Ιούνιος 2011

-Παππού σφίχτηκε η καρδιά μου με την ιστορία

-Μην κλαις κουτσούνα μου, μην είσαι παιδί. Έτσι είναι ο κόσμος. Σκληρός. Όταν πεθάνω δε θέλω να κλάψεις, ούτε να βάλεις μαύρα. Από παιδί έβλεπα να περνούν μαυροφορεμένες και κλαμένες. Εσύ όταν πεθάνω θα βάλεις χρωματιστά, θα πιεις ένα ποτήρι ουίσκι και θα βάλεις μουσική. Θα με ξεπροβοδίσεις με χαρά. Αρκετή πίκρα δίνει η ζωή. Ας είναι τουλάχιστον χαρούμενος ο θάνατος. 

Ιούνιος 2012

-Δεν έβαλα μαύρα, έβαλα να παίζει δυνατά ο αγαπημένος του Στράτος, ήπια ένα ποτό, μόνο που από τα μάτια μου τα δάκρυα έτρεχαν ποτάμι. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου